A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Φείδας — Φείδᾱς , Φείδας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φείδαντος — Φείδας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)